- πουκαμισάκι
- το, Νυποκορ.1. μικρού μεγέθους, συνήθως κοντό, πουκάμισο2. γυναικείο ρούχο με ή χωρίς μανίκια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… … Dictionary of Greek
Κολωνάκι — Συνοικία της Αθήνας και ομώνυμη πλατεία. Η επίσημη ονομασία της είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Η ονομασία Κ. οφείλεται σε έναν μικρό κιονίσκο (κολωνάκι), ο οποίος, σύμφωνα με τον Γ. Καμπούρογλου, στηνόταν από τους Αθηναίους για να αποτρέψουν… … Dictionary of Greek